συμπαρατηρησις

συμπαρατηρησις
    συμπαρατήρησις
    συμ-παρατήρησις
    -εως ἥ одновременное наблюдение Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συμπαρατηρησις" в других словарях:

  • συμπαρατήρησις — observation at the same time fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαρατήρησις — ήσεως, ἡ, Α [συμπαρατηρῶ] παρατήρηση που γίνεται συγχρόνως με άλλη …   Dictionary of Greek

  • συμπαρατηρήσει — συμπαρατήρησις observation at the same time fem nom/voc/acc dual (attic epic) συμπαρατηρήσεϊ , συμπαρατήρησις observation at the same time fem dat sg (epic) συμπαρατήρησις observation at the same time fem dat sg (attic ionic) συμπαρατηρέω take… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαρατήρησιν — συμπαρατήρησις observation at the same time fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»